καταρρηκτικός

καταρρηκτικός
καταρρηκτικός, -ή, -όν (Α) [καταρρήγνομι]
αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει τις εκκρίσεις ή τις κενώσεις (α. «φάρμακον καταρρηκτικόν» — καθάρσιο
β. «οἶνος διουρητικὸς καὶ καταρρηκτικός» — κρασί που διευκολύνει την ούρηση και τις κενώσεις).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταρρηκτικός — promoting discharge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρηκτικά — καταρρηκτικός promoting discharge neut nom/voc/acc pl καταρρηκτικά̱ , καταρρηκτικός promoting discharge fem nom/voc/acc dual καταρρηκτικά̱ , καταρρηκτικός promoting discharge fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρηκτικώτερον — καταρρηκτικός promoting discharge adverbial comp καταρρηκτικός promoting discharge masc acc comp sg καταρρηκτικός promoting discharge neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρηκτικόν — καταρρηκτικός promoting discharge masc acc sg καταρρηκτικός promoting discharge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”