- καταρρηκτικός
- καταρρηκτικός, -ή, -όν (Α) [καταρρήγνομι]αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει τις εκκρίσεις ή τις κενώσεις (α. «φάρμακον καταρρηκτικόν» — καθάρσιοβ. «οἶνος διουρητικὸς καὶ καταρρηκτικός» — κρασί που διευκολύνει την ούρηση και τις κενώσεις).
Dictionary of Greek. 2013.